- πολυφθονερός
- -όν, Α(προσωνυμία που αποδιδόταν από τον Επίκουρο στους οπαδούς τής Διαλεκτικής Σχολής τών Μεγάρων) εξαιρετικά φθονερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φθονερός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυφθονερούς — πολυφθονερός very envious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)